ὑπαντλῶ

ὑπαντλῶ
ὑπαντλέω
draw up
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑπαντλέω
draw up
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπαντλώ — έω, Α [ἀντλῶ] αντλώ από κάτω …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • υπάντλιον — τὸ, ΜΑ [ὑπαντλῶ] χάλκινο αγγείο για άντληση νερού από πηγάδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”